5 ποιήματα της Ρούλας Αλαβέρα

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη

Η Ρούλα Αλαβέρα, ποιήτρια με ξεχωριστή παρουσία στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, γεννήθηκε το 1942 και έζησε ολόκληρη τη ζωή της στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε, εργάστηκε και δημιούργησε. Αποφοίτησε από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακολούθως φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (ΚΘΒΕ), όπου συμμετείχε και στο Διοικητικό Συμβούλιο.

Πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση το 1963 και διακρίθηκε ως μία από τις σταθερές συνεργάτιδες του λογοτεχνικού περιοδικού Νέα Πορεία, με το οποίο συνδέθηκε καθοριστικά, εντασσόμενη στον κύκλο λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον σύζυγό της, πεζογράφο Τηλέμαχο Αλαβέρα.

Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Ευθύνη, Εντευκτήριο, Παρέμβαση κ.ά., καθώς και με τις εφημερίδες Αυγή και Αγγελιοφόρος. Εργάστηκε στο κρατικό ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης και Αθήνας, ενώ υπήρξε μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Σε ορισμένα κείμενά της χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Σταύρος Σγουρός.

Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες (γερμανικά, ιταλικά, γαλλικά, σερβικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, αλβανικά), ενώ η ποίησή της έχει μελοποιηθεί από σημαντικούς συνθέτες, όπως οι Γιώργος Θέμελης, Δήμητρης Ζαφειρέλης, Κώστας Βόμβολος και οι αδελφοί Κατσιμίχα. Από το γάμο της με τον Τηλέμαχο Αλαβέρα απέκτησε δύο γιους: τον ζωγράφο Χρήστο Αλαβέρα και τον πολιτικό μηχανικό Παναγιώτη Αλαβέρα.

Η ποίησή της, έντονα αντιλυρική αλλά βαθιά αισθησιακή, χαρακτηρίζεται από συνειρμική σύνθεση, φρενήρη ρυθμό και θεματολογία που αναμετράται με την παρακμή, το τραύμα, την ψυχική έκπτωση και τον κοινωνικό κλονισμό. Το έργο της συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο ριζοσπαστικές εκφράσεις του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, απηχώντας τη γλωσσική και ιδεολογική τόλμη των ποιητών της Γενιάς του ’70.

Εργογραφία – Ποίηση

  • Πέρασμα (1964)

  • Περί της δεσποτείας των αντιαζομένων (1969)

  • Το κρανιοτρύπανο (1973)

  • Μια ημερομηνία παλιά (1974)

  • Δρ. Τζέκυλ. Έι Μίστερ Χάυντ (1978)

  • Οδοιπορικό: Σχέδιο για άσκηση (1982)

  • Ακηδία (1983)

  • Υποθέσεις ενός ξοάνου της παρακμής και της Καίτε Κόλλβιτς (1986)

  • Πιθανή Αποκάλυψη-τώρα ενός Δαβίδ απροσδιόριστου (1988)

  • “Μπλουζ” – το σώου δεν πήρε τέλος (1990)

  • Εννέα λυγμοί για τον καλό άνθρωπο από λάσπη (1997)

  • Έξη ελληνικά κεντήματα για την Αμαλία Μεγαπάνου (1998)

  • Περί της δεσποτείας των πόλεων και των ονειρικών (1999)

  • Φιλάρχαιες ξεναγήσεις (2001)

  • Mec(c)ano και η Εκάτη (2012)

Συγκεντρωτικές εκδόσεις:

  • Ποιήματα 1964-1984 (Νέα Πορεία, 2005)

  • Ποιήματα 1985-2005 (Νέα Πορεία, 2005)

Αγναντεύοντας ορίζοντες, έκλαψα

Γέλασα μαζί μου

ανακατεύοντας κινίνα και ζάχαρη,

ακούμπησα το δάκτυλο στο σκοινί του ακροβάτη

ήπια και ανέβηκα.

Ήμουν κλόουν, έγινα ακροβάτης.

Πέρασμα, 1964

Η αγιότητά σου

Η εχθρική αυγή ξυπνά

πάνω απ’ τα κεφάλια μας.

Κοίτα την, αναπνέεις

το σκοτεινό της αγέρα που τριγυρνά

ανάμεσα και απ’ αυτήν την αγρύπνια

των φυλάκων.

Κάποια όμορφη χώρα καίγεται

κάποια χώρα

που είτε έζησες, είτε δεν έζησες

δεν υπάρχει πια.

Κάποια χώρα κλαις,

ο ίσκιος της φωτίζεται απ’ τον ουρανό

το πρόσωπό σου φωτίζεται μέσ’ απ’ τα τζάμια.

Περί της δεσποτείας των αντιαζομένων, 1969.

Κάτοικος

Ήσουν το μελάνι που εξερευνά

τη νοητή χώρα.

Είχα λίγη πανουργία, με τη γεύση

της διασποράς στα καλντερίμια

σε συναντώ συνένοχο δραπέτη

της παλιάς πόλης.

Το μέρος που βρισκόμαστε αιωρείται.

Μια ημερομηνία παλιά, 1974.

Φόρεμα με παγιέτες, μαύρο

Το λυπόμουν άχρηστο στη ντουλάπα

με την περηφάνια του να παραδέρνει

σε πομπές εορταστικές, μετά από

μέρες νηστείας.

Δε φοριόταν.

Δεν πετιόταν.

Ακηδία, 1983.

Αν πεις το σώμα, τέταρτος λυγμός

Αν πεις το σώμα υγιές, ίσον καλή

διατροφή και μέλος της Κυβερνώσας

Κάστας. Η κάστα, λυγμός τέταρτος.

Κι αν πεις, τα χέρια και τα πόδια

χωρίς κάλους, η φάρα

στη συμμετρία των πτυχών

τιμής και εργασίας,

ακρωτηριασμών και ικριωμάτων,

ταπεινώνει τον γρόνθο,

αχρηστεύοντάς τον

με την υπνωτική επίδραση

της συμφιλίωσης.

Έναν καιρό, θα πεις, ο πόλεμος

αναλάμβανε το θρήνο,

και την προφητεία ίδια πάντα:

Ο άνθρωπος πάντα και πάντα

θα γελιέται∙ στο πλήθος,

στο θέατρο έκτρωμα,

όπου ο άβουλος εν τροπή

τελευτήσει, τον τρελό τής

παρωδίας: “ιδού το πέρας

ήκει”, πρόδιδε, κατέδιδε

ο βάλτος. Σαλός, διακρίνονται

κάποιες συχνότητες ανάκλησης

στην επιφάνεια του βάλτου.

Μωρός, καμιά κυριότητα,

ούτε ο κτώμενος ούτε ο πωλών.

Άμεσος, ο χρόνος κρούσης:

Να μην πεθάνεις εδωνά.

Άκλητος ή κεκλημένος

ο Δρυΐδης τραβά

τη λοταρία του θανάτου:

Για να ηρεμήσουν οι θεότητες προτού

οι Ρωμαίοι διαβούν τη Βρεταννία,

προτού ο Σουίφτ επιταχύνει το κατάσκεπο

από έναστρο ουρανό ταξίδι του:

“μη μου πεθάνεις εδωνά,

σαν το φαρμακωμένο ποντίκι

μέσ’ στη φάκα”.

Μη μου πεθάνεις εδώ να,

στο έλος.

Το έλος

είναι η κάστα.

Εννέα λυγμοί για τον καλό άνθρωπο από λάσπη, 1997.

Συντάκτης: Βασιλική Κιούπη,

Influence:

Η Βασιλική Κιούπη εργάζεται ως φιλόλογος και αρθρογράφος και είναι υποψήφια διδάκτορας Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου…